Κείμενο 1
[21 Μαθήματα για τον 21ο αιώνα], Yuval Noah Harari

Σε έναν τέτοιο κόσμο, το τελευταίο πράγμα που πρέπει να δώσει μια δασκάλα στους μαθητές της είναι πληροφορίες. Διαθέτουν ήδη υπερβολικά πολλές. Χρειάζονται όμως την ικανότητα να βγάζουν νόημα από τις πληροφορίες, να μπορούν να διακρίνουν τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο και, κυρίως, να μπορούν να συνδυάζουν πολλές επιμέρους πληροφορίες για να φτιάξουν μία ευρύτερη εικόνα για τον κόσμο. […] Εκτός από τις πληροφορίες, τα περισσότερα σχολεία προσπαθούν επίσης να δώσουν στους μαθητές ένα σύνολο από προκαθορισμένες δεξιότητες, όπως να λύνουν διαφορικές εξισώσεις, να γράφουν κώδικα προγραμματισμού σε C++, να αναγνωρίζουν χημικά σε δοκιμαστικούς σωλήνες ή να συζητούν στα κινέζικα. Ωστόσο, αφού δεν έχουμε ιδέα πώς θα είναι η αγορά εργασίας το 2050 δεν ξέρουμε ποιες συγκεκριμένες δεξιότητες θα είναι χρήσιμες […]
Τι πρέπει λοιπόν να διδάσκουμε; Πολλοί ειδικοί της παιδαγωγικής υποστηρίζουν ότι τα σχολεία πρέπει να αρχίσουν να διδάσκουν μόνο τέσσερα πράγματα: κριτική σκέψη, επικοινωνία, συνεργασία και δημιουργικότητα. Γενικότερα, πρέπει να περιορίσουν την έμφαση που δίνεται στις τεχνικές δεξιότητες και να εστιάσουν σε δεξιότητες γενικού σκοπού. Οι πιο σημαντικές θα είναι η ικανότητα να αντιμετωπίζεις την αλλαγή, να μαθαίνεις καινούργια πράγματα και να διατηρείς την πνευματική σου ισορροπία σε ασυνήθιστες καταστάσεις. Για να μπορείς να ακολουθήσεις τον ρυθμό του κόσμου το 2050, δεν θα αρκεί να επινοείς νέες ιδέες και προϊόντα – θα πρέπει πρωτίστως να επινοείς ξανά και ξανά τον εαυτό σου. […]
Η επιβίωση και η ευημερία σε έναν τέτοιο κόσμο θα απαιτούν μεγάλη πνευματική ευελιξία και τεράστια αποθέματα συναισθηματικής ισορροπίας. Θα πρέπει πολλές φορές να ξεχνάει κανείς ό,τι ήξερε καλύτερα και να αισθάνεται άνετα με το άγνωστο. Δυστυχώς, το να διδάξεις τα παιδιά να αποδέχονται το άγνωστο και να διατηρούν την πνευματική τους ισορροπία είναι πολύ πιο δύσκολο από το να τους μάθεις μία εξίσωση στη Φυσική ή τα αίτια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν μπορείς να διδαχτείς την ανθεκτικότητα διαβάζοντας ένα βιβλίο ή ακούγοντας μία διάλεξη. Συχνά κι οι ίδιοι δάσκαλοι δεν έχουν την πνευματική ευελιξία που απαιτεί ο 21ος αιώνας, γιατί και οι ίδιοι έχουν διαμορφωθεί από το παλιό εκπαιδευτικό σύστημα.
Κείμενο 2
Η φιλοσοφική διάσταση της κριτικής σκέψης στην εκπαίδευση
Η Κριτική Σκέψη, ως η σκέψη η οποία λειτουργεί με ακρίβεια, πειθαρχημένα, σκόπιμα και συστηματικά, και βασίζεται σε συγκεκριμένα διανοητικά κριτήρια, φανερώνεται ως η μόνη ικανή σκέψη που κάνει τον άνθρωπο ικανό να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα, αφού ο κριτικά σκεπτόμενος δεν έχει μόνο συνείδηση της ποιότητας της σκέψης του, αλλά προσπαθεί συνεχώς να τη βελτιώσει. […] Το κριτικά σκεπτόμενο άτομο έχει την ικανότητα αξιολόγησης ιδεών, προϋποθέσεων, γεγονότων και ελέγχου της λογικής δυνατότητας διεξόδων και εναλλακτικών λύσεων στα ανακύπτοντα προβλήματα. […]
Ο ρόλος της Κριτικής Σκέψης είναι σημαντικός και στη διαφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος μιας χώρας, των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών της. Η εξάπλωση της δημοκρατίας έχει δείξει πόσο σημαντικό είναι για τους δημοκρατικούς πολίτες να σκέφτονται ευέλικτα αλλά υπεύθυνα. Αν δεν σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, τότε αποτελούν εύκολη λεία για την αυταρχική και την «συμμορφωτική προπαγάνδα». Η Κριτική Σκέψη μπορεί να προσφέρει ένα βαθμό προστασίας από τις λιγότερο εκλεπτυσμένες μορφές πλύσης εγκεφάλου. Όπως αναφέρει ο Nickerson, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός ψυχικά ισορροπημένου και δημοκρατικά προσανατολισμένου πολίτη, που προβληματίζεται από τα κοινωνικά ζητήματα της σύγχρονης εποχής, τα οποία χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα, ασάφεια και αντιφατικότητα και επιθυμεί να συμμετέχει ενεργά στην αντιμετώπισή τους. […]
Οι πολίτες οι οποίοι αποκτούν ικανότητες Κριτικής Σκέψης οδηγούνται στην ισόρροπη ανάπτυξη των εσωτερικών τους δυνάμεων, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίστανται γνωστικά, ηθικά και κοινωνικά αυτόνομα πρόσωπα. Η ειδοποιός διαφορά, μεταξύ του κριτικά και του μη κριτικά σκεπτόμενου ατόμου δεν είναι ότι το ένα σκέφτεται και το άλλο δε σκέφτεται, αλλά, η γνωστική στάση και ικανότητα του πρώτου και η μη ικανότητα του δεύτερου να θέτει υπό επαν-εξέταση και επαν-αξιολόγηση τις έννοιες, τις παραδοχές, τους σκοπούς και τις αξίες βάση των οποίων οργανώνει τη σκέψη του και αναλύει την πραγματικότητα. Αν ο πολίτης του παρόντος και του μέλλοντος οφείλει να λειτουργεί κριτικά σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, τότε απαιτείται η ανάπτυξη της ικανότητάς του να διαχειρίζεται καταστάσεις που εμπεριέχουν την αντίθεση και την πρόκληση, να στηρίζεται σε πλήρους νοήματος αίτια και όσο το δυνατόν αδιάσειστα λογικά επιχειρήματα. […] Σύμφωνα με τα παραπάνω, επομένως, η ανάπτυξη της Κριτικής Σκέψης αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση της εκπαίδευσης, η οποία αποβλέπει στο να καταστήσει το άτομο ικανό να κατανοεί σε βάθος τον κόσμο.
Κείμενο 3
[Το θαυμαστικό], Άβρα Αυδή
Η γνώριμη ζεστή φωνή του δασκάλου με την καθαρή άρθρωση. Ανασύρει φωνές από το παρελθόν. Τον ακούω και πάλι να εξηγεί, να τεκμηριώνει, να αποδείχνει, να ενθαρρύνει, να παθιάζεται και να παθιάζει, να συνεπαίρνεται, να εμπνέει. […]
«Το κεφάλι του παιδιού δεν είναι δοχείο να το γεμίσουμε, είναι σπίρτο και φωτιά για να το ανάψουμε!» έλεγε. Και άναβε φωτιές στα κεφάλια όλων μας. Με τον ασίγαστο έρωτά του για τη γλώσσα και την εκπαίδευση.
Το θαυμαστικό που μπαίνει στο τέλος της φράσης σημειώνεται μέσα στα εισαγωγικά, εφόσον ανήκει στη φράση.
Η φωνή του πηγάζει από Τα ψηλά βουνά του Παπαντωνίου, σμίγει με τις φωνές του Δελμούζου, του Γληνού, του Κουντουρά, του Κάστανου, του Τριανταφυλλίδη, του Παπανούτσου και ξεχύνεται ορμητικό ποτάμι στο αλωνάκι της εκπαίδευσης, για να συνεχίσει τον ιερό αγώνα του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού για γλώσσα και παιδεία· ο σκοπός της Παιδείας είναι να μάθουν οι μαθητές και οι μαθήτριες να δημιουργούν μαζί με τους άλλους και να είναι ευτυχισμένοι μέσα σ’ αυτή τη δημιουργία. Όμως πρόσεξε! Η δη- μιουργία αυτή δεν πρέπει να είναι εγωκεντρική ούτε αυτάρεσκη. Πρέπει να είναι προσγειωμένη, να σέβεται και να αξιοποιεί την παράδοση του τόπου, την ιστορία του πολιτισμού και τη σοφία της φύσης! […]
ΘΕΜΑΤΑ
ΘΕΜΑ Α
Α1. Εστιάζοντας στις τέσσερις πρώτες παραγράφους του Μη Λογοτεχνικού Κειμένου 1, να αποδώσετε σε 80-90 λέξεις τον προσανατολισμό που οφείλει να έχει η εκπαίδευση, προκειμένου να μπορούν οι μαθητές και οι μαθήτριες να αντεπεξέλθουν στα δεδομένα που συνεχώς διαμορφώνονται γύρω τους.
ΘΕΜΑ Β
Β1. Να εντοπίσετε από μία περίοδο του κειμένου που σας υποδεικνύεται κάθε φορά, η οποία να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των περιόδων που ακολουθούν:
- Σήμερα είναι απαραίτητη η παροχή εφοδίων για τη συνδυαστική αποκωδικοποίηση των πληροφοριών (Κείμενο 1).
- Η καθολικότητα των στόχων θα πρέπει να είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των νέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων (Κείμενο 1).
- Το δυσθεώρητο του μέλλοντος καθιστά αδύνατη τη συγκεκριμενοποίηση των δεξιοτήτων που πρέπει να καλλιεργήσει το εκπαιδευτικό σύστημα (Κείμενο 1).
- Η κριτική σκέψη συνιστά αυτο-βελτιωτικό εργαλείο (Κείμενο 2).
- Η απουσία κριτικής σκέψης διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη χει- ραγωγούμενων προσωπικοτήτων (Κείμενο 2).
Β.2.α. όμως (Κείμενο 1), Γενικότερα, (Κείμενο 1), αφού (Κείμενο 2), επομένως (Κείμενο 2): Να επισημάνετε τη λειτουργία των παραπάνω λέξεων στη συνοχή των κειμένων όπου ανήκουν, αναφέροντας τον τρόπο με τον οποίο συνδέουν τα νοήματα. (Μονάδες 5)
Β.2.β. Πρόθεση των συγγραφέων των κειμένων που σας δίνονται είναι να πείσουν.
Να τεκμηριώσετε αυτόν τον ισχυρισμό, εστιάζοντας στην πρώτη παράγραφο των δύο Μη Λογοτεχνικών Κειμένων, κάνοντας αναφορά τόσο στους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσονται όσο και στον τρόπο πειθούς που εντοπίζεται σε καθεμιά από αυτές. (Μονάδες 10)
Β3.Ο συγγραφέας του Μη Λογοτεχνικού Κειμένου 1 επιχειρεί με διάφορους τρόπους να εκλαϊκεύσει το ύφος του και να στήσει γέφυρες επικοινωνίας με τον αναγνώστη, ενώ η συγγραφέας του Μη Λογοτεχνικού Κειμένου 2 διατηρεί ύφος επίσημο σε όλη την έκταση του κειμένου της. Να επισημάνετε από δύο γλωσσικές επιλογές με τις οποίες διαμορφώνει ο/η κάθε συγγραφέας το ύφος που προαναφέρθηκε. Για την απά- ντησή σας να εστιάσετε στην τέταρτη παράγραφο του Μη Λογοτεχνικού Κειμένου 1 και στην τρίτη παράγραφο του Μη Λογοτεχνικού Κειμένου 2.
ΘΕΜΑ Γ
ΘΕΜΑ Δ
Δ. Με αφορμή την ανάγνωση των δύο Μη Λογοτεχνικών Κειμένων που σας δίνονται και αξιοποιώντας στοιχεία τους, συντάσσετε ένα άρθρο για τη σχολική σας εφημερίδα με τίτλο «Cogito ergo sum» («Σκέφτομαι άρα υπάρχω»). Στο άρθρο σας αυτό αναφέ- ρεστε στη σημαντικότητα της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης για την ατομική εξέλιξη και την κοινωνικοπολιτική ευημερία. Στη συνέχεια, αναφέρεστε σε τρόπους με τους οποίους το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να επενδύσει στην καλλιέργεια αυτής της δεξιότητας. Το άρθρο σας να είναι 350-400 λέξεις.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ
ΘΕΜΑ Α
Α1. Στο κείμενο γίνεται αναφορά στον προσανατολισμό που οφείλει να έχει η εκπαί- δευση, για να προετοιμάσει τους μαθητές για τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Ασφαλώς, αυτοί δεν χρειάζονται περαιτέρω πληροφορίες, αλλά την ικανότητα να τις φιλτράρουν και να τις συνθέτουν. Επιπλέον, οι καθιερωμένες διδασκόμενες δεξιότητες αμφισβητούνται, καθώς είναι άγνωστες οι μελλοντικές ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ως βάση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ορίζονται ο κριτικός στοχασμός, οι κοινωνι- κές, οι συνεργατικές, οι δημιουργικές και, ευρύτερα, οι χαρακτηρολογικές δεξιότητες. Κυρίως, πρέπει να δοθεί βαρύτητα στην ισορροπημένη προσαρμογή στο καινούργιο και στη δυνατότητα συνεχούς επαναπροσδιορισμού του εαυτού.
ΘΕΜΑ Β
Β1.
- «να μπορούν να συνδυάζουν πολλές επιμέρους πληροφορίες για να φτιάξουν μία ευρύτερη εικόνα για τον κόσμο».
- «να εστιάσουν σε δεξιότητες γενικού σκοπού».
- «Ωστόσο, αφού δεν έχουμε ιδέα πώς θα είναι η αγορά εργασίας το 2050 δεν ξέρου- με ποιες συγκεκριμένες δεξιότητες θα είναι χρήσιμες».
- «αφού ο κριτικά σκεπτόμενος δεν έχει μόνο συνείδηση της ποιότητας της σκέψης του, αλλά προσπαθεί συνεχώς να τη βελτιώσει».
- «Αν δεν σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, τότε αποτελούν εύκολη λεία για την αυταρ- χική και την “συμμορφωτική προπαγάνδα”».
Β2. α.
Όμως: Δηλώνει αντίθεση, και, πιο συγκεκριμένα, αντίθεση ανάμεσα στο γεγονός ότι από τη μια μεριά οι νέοι σήμερα δεν χρειάζονται τις πληροφορίες, αλλά από την άλλη χρειάζονται εφόδια για να τις διυλίζουν και να τις συνθέτουν.
Γενικότερα: Δηλώνει γενίκευση και, πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας από την ανα- φορά στις τέσσερις συγκεκριμένες απαραίτητες δεξιότητες («κριτική σκέψη, επικοινωνία, συνεργασία και δημιουργικότητα») μεταβαίνει σε μια ευρύτερη έννοια, αυτή των «δεξιοτήτων γενικού σκοπού».
Αφού: Δηλώνει αιτιολόγηση και, πιο συγκεκριμένα, αιτιολογείται γιατί η κριτική σκέψη είναι «η μόνη ικανή σκέψη που κάνει τον άνθρωπο ικανό να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα».
Επομένως: Δηλώνεται συμπέρασμα και, πιο συγκεκριμένα, το συμπέρασμα από την όλη πραγμάτευση της αξίας της κριτικής σκέψης, που είναι το γεγονός ότι αυτή οφείλει να αποτελεί βασική προϋπόθεση της εκπαίδευσης.
Β.2.β. Οι συγγραφείς και των δύο κειμένων έχουν ως βασική τους πρόθεση να πείσουν τον αναγνώστη για όσα ισχυρίζονται. Σε αυτόν τον σκοπό συμβάλουν τόσο οι τρόποι με τους οποίους οργανώνουν τις συγκεκριμένες παραγράφους όσο και ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουν να πείσουν τον αναγνώστη. Πιο συγκεκριμένα, ο Harari αναπτύσσει την πρώτη παράγραφο του κειμένου του με παραδείγματα και σύγκριση-αντίθεση. Επικαλείται το παράδειγμα της ζωής στην επαρχία στο Μεξικό του 1800, όπου δεν υπήρχε η δυνατότητα να γνωρίζει κανείς πράγματα για τον έξω κόσμο, γιατί δεν υπήρχαν τα ανάλογα μέσα («Αν ζούσατε, ας πούμε, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στο Μεξικό το 1800, ήταν δύσκολο να γνωρίζετε πολλά για τον έξω κόσμο. Δεν υπήρχαν ραδιόφωνο, τηλεόραση, Ημερήσιας Τύπος και δημόσιες βιβλιοθήκες»). Χαρακτηριστική φράση που αισθητοποιεί τη χρήση παραδείγματος είναι η φράση «ας πούμε». Το παράδειγμα αυτό χρησιμοποιείται προκειμένου ο συγγραφέας να καταστήσει σαφές και να μας πείσει σχετικά με το ότι στο παρελθόν είχε νόημα να εστιάζει κανείς στην αναζήτηση πληρο- φοριών, ώστε στη συνέχεια να γίνει σαφέστερη η διαφορά με το σήμερα, που οι πληροφορίες βρίσκονται παντού και δεν χρειάζεται να παρέχονται από την εκπαίδευση.
Για να καταστήσει προφανέστερη αυτή τη διαφορά καταφεύγει στη χρήση σύγκρι- σης-αντίθεσης. Ειδικότερα, συγκρίνει το παρελθόν, όταν οι πληροφορίες ήταν απα- ραίτητες, με το παρόν, όπου οι πληροφορίες είναι πάρα πολλές και όλοι αποδύονται στην προσπάθεια μετάδοσής τους («Στον εικοστό πρώτο αιώνα, αντίθετα, κατακλυζόμαστε από τεράστιο όγκο πληροφοριών, που ούτε οι λογοκριτές δεν προσπαθούν να μπλοκάρουν»), με αποτέλεσμα το σχολείο να μην πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτόν τον σκοπό. Χαρακτηριστική λέξη που αναδεικνύει την αντίθεση είναι η λέξη «Αντίθετα». Με την αντίθεση αυτή ο συγγραφέας καταδεικνύει τη διαφοροποίηση που έχει επέλθει σε σχέση με την πρόσβαση στις πληροφορίες και ενισχύει τη θέση του σχετικά με το ότι αυτές ήταν δυσπρόσιτες στο παρελθόν αλλά όχι σήμερα και, άρα, θα πρέπει το σχολείο να επενδύσει στον τρόπο διύλισης και όχι στον τρόπο παροχής τους.
Στην παράγραφο παρατηρείται και η μέθοδος της αιτιολόγησης («γιατί οι πληροφορίες ήταν κάτι σπάνιο και ακόμη κι η λιγοστή υπάρχουσα πληροφόρηση εμποδιζόταν απ’ τη λογοκρισία»), με χαρακτηριστική τη λέξη «αφού», μέσω της οποίας ενισχύεται ο ισχυρισμός του συγγραφέα σχετικά με την σκοπιμότητα παροχής πληροφοριών στο παρελθόν. Και η μέθοδος αυτή επικαλείται τη λογική του αναγνώστη και συμβάλει στην ικανοποίηση της πρόθεσης του συγγραφέα να πείσει.
Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας επικαλείται τη λογική του αναγνώστη καταφεύγοντας στη χρήση τεκμηρίων και επιχειρημάτων. Επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι οι πληροφορίες δεν είναι σήμερα δυσεύρετες και, κατ’ επέκταση, δεν χρειάζεται τα σχολεία να επενδύουν σε αυτές. Ως αποδεικτικό μέσο χρησιμοποιεί το τεκμήριο (με τη μορφή του παραδείγματος) της ζωής στο Μεξικό κατά το 1800, όπου λόγω έλλειψης μέσων ήταν αδύνατη η πρόσβαση στις πληροφορίες. Το επιχείρημά του έχει τη δομή: Θέση-απόδειξη-συμπέρασμα και έχει αποδεικτική αξία αφενός γιατί βασίζεται σε ένα αδιάψευστο ιστορικό στοιχείο, αφετέρου γιατί το συμπέρασμα απορρέει με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες και αυτές μαζί με το συμπέρασμα αποτελούν γενικά αποδεκτές αλήθειες και όχι γνώμες. Κατά συνέπεια, πρόκειται για ορθό συλλογισμό.
Όσον αφορά τη πρώτη παράγραφο του κειμένου 2, η συγγραφέας στην προσπάθειά της να πείσει καταφεύγει στην ανάπτυξή της με τη μέθοδο της αιτιολόγησης. Πιο συγκεκριμένα, αιτιολογείται ο ισχυρισμός της ότι η «μόνη ικανή σκέψη που κάνει τον άνθρωπο ικανό να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα» είναι η Κριτική σκέψη και ο λόγος αποβαίνει πειστικός. Χαρακτηριστική λέξη που επισφραγίζει την ύπαρξη αιτιολόγησης είναι η λέξη «αφού».
Παράλληλα, η αιτιολόγηση συνιστά και επιχείρημα, καθώς τη θέση («Η Κριτική Σκέψη, ως η σκέψη… τη νέα πραγματικότητα») ενισχύουν δύο προκείμενες («ο κριτικά σκεπτόμενος δεν έχει μόνο συνείδηση… Το κριτικά σκεπτόμενο άτομο έχει την ικανότητα αξιολόγησης ιδεών… στα ανακύπτοντα προβλήματα»), που με λογική αναγκαιότητα και με την αλήθεια που τις χαρακτηρίζει συνθέτουν έναν ορθό συλλογισμό. Κατά συνέπεια, η συγγραφέας επικαλείται τη λογική του αναγνώστη και καθιστά με τους παραπάνω τρόπους τον λόγο της αξιόπιστο, αντικειμενικό και πειστικό.
Β.3. Πράγματι, στο Κείμενο 1 είναι προφανής η προσπάθεια του Harari να εκλαϊκεύσει τον λόγο του, καθιστώντας ευκολότερη τη μετάδοση των μηνυμάτων του, αφού, μάλιστα, απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Αυτό το επιτυγχάνει στην τέταρτη παράγραφο με τη χρήση της ερώτησης «Τι πρέπει λοιπόν να διδάσκουμε;», μέσω της οποίας απευθύνεται άμεσα στον δέκτη αναμένοντας μια δυνητική απάντηση, κεντρίζει το ενδιαφέρον του, τον προβληματίζει, τον εντάσσει ενεργά στην όλη διαδικασία της σκέψης του και επιδρά σε αυτόν σε συναισθηματικό επίπεδο. Παράλληλα, καθιστά τον λόγο νευρώδη και ζωντανό. Επίσης, ο Harari καταφεύγει στη χρήση β΄ ενικού ρηματικού προσώπου («Οι πιο σημαντικές… να αντιμετωπίζεις την αλλαγή, να μαθαίνεις… Για να μπορείς να ακολουθήσεις… να επινοείς ξανά και ξανά τον εαυτό σου»), μέσω του οποίου διαμορφώνει τις συνθήκες ενός νοερού διαλόγου, με τον αναγνώστη σε θέση συνομιλητή. Έτσι, του απευθύνεται άμεσα, μεταφέρει σε αυτόν όλον τον προβληματισμό, προκαλώντας του, παράλληλα, συναισθηματική φόρτιση.
Στην τρίτη παράγραφο του Κειμένου 2 η συγγραφέας διατηρεί την επισημότητα του ύφους της, καταρχάς, με τη χρήση ειδικού λεξιλογίου («ισόρροπη ανάπτυξη, γνωστικά, ειδοποιός διαφορά, γνωστική στάση, επαν-εξέταση, επαν-αξιολόγηση, παραδοχές, λογικά επιχειρήματα»). Με αυτή τη γλωσσική επιλογή, αφενός επισφραγίζει την επιστημονική προσέγγιση που επιχειρεί στο θέμα, αποδεικνύοντας και την προσωπική της κατάρτιση επ’ αυτού, αφετέρου προσδίδει σοβαρότητα και κύρος στον λόγο της, καθιστά το ύφος ακαδημαϊκό και κερδίζει σε αξιοπιστία. Μία δεύτερη γλωσσική επιλογή που συμβάλει στη διαμόρφωση επίσημου ύφους είναι η χρήση διαδοχικής υπόταξης («Αν ο πολίτης του παρόντος… να λειτουργεί… να διαχειρίζεται… που εμπεριέχουν την αντίθεση… να στηρίζεται…»). Μέσω της διαδοχικής υπόταξης αναδεικνύεται η συνθετότητα της λειτουργίας της κριτικής σκέψης, η οποία θα καταστήσει τον κάτοχό της ικανό να ανταποκρίνεται στις μεταβολές του σύγχρονου κόσμου. Παράλληλα, αναδεικνύεται η εκφραστική άνεση της συγγραφέα και απαιτείται η τεταμένη προσοχή του αναγνώστη για να κατανοηθούν επαρκώς τα νοήματα. Το ύφος καθίσταται σύνθετο, επίσημο, σοβαρό.
ΘΕΜΑ Γ
Στο κείμενο μέσω της φωνής του δασκάλου που ανακαλεί ο αφηγητής σκιαγραφείται το ιδανικό για αυτόν εκπαιδευτικό σύστημα· ένα σύστημα που εδράζεται στη σκέψη, στη δημιουργία, στη συνεργασία και στοχεύει στην ευτυχία. Η αυτούσια μεταφορά των λόγων του δασκάλου είναι καθοριστική σε αυτή την ανάδειξη, καθώς αποτυπώνει ζωντανά την επιθυμία του για ένα πραγματικά μορφωτικό μοντέλο εκπαίδευσης («Ο σκοπός της Παιδείας είναι να… τη σοφία της φύσης!). Στο πλαίσιο αυτού, το παιδί παίρνει τον ρόλο ενός σωκρατικού συνομιλητή, που έχει μέσα του τη γνώση και χρειάζεται μόνο έναν καλό δάσκαλο για να την ανασύρει, κάτι που γλαφυρά αποδίδει η μεταφορά «Το κεφάλι του παιδιού… είναι σπίρτο και φωτιά για να το ανάψουμε!». Στη συνέχεια, θεωρείται σημαντική η αγαστή συνεργασία των μαθητών για μια ανιδιοτελή δημιουργία, όπου το μέτρο, ο σεβασμός και η επαφή με την παράδοση και τη φύση κατέχουν τον πρώτο ρόλο, όπως το σχήμα άρσης και θέσης καθιστά με έμφαση σαφές: «Η δημιουργία αυτή δεν πρέπει να είναι… Πρέπει να είναι προσγειωμένη…». Σε αυτό το εγχείρημα, ο δάσκαλος συνιστά έναν συνεργάτη, μια πηγή έμπνευσης και πάθους για τη γνώση, πραγματικότητα που εμποτίζει τον αναγνώστη με τον ρυθμικό και γοργό τρόπο του ασύνδετου σχήματος («Τον ακούω και πάλι να εξηγεί, να τεκμηριώνει, να αποδείχνει…»).
Είναι αλήθεια ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν προσεγγίσει τελευταία κατά πολύ το παραπάνω μοντέλο. Επιχειρούν να εμπλέξουν δημιουργικά τον μαθητή και οι δάσκαλοι έχουν επαναπροσδιορίσει τον ρόλο τους ως συνεργατών στη διαδικασία της μάθησης. Σίγουρα ο δρόμος είναι μακρύς, αλλά ο μαθητής αντιμετωπίζεται συχνά ως σπίρτο που αναμένει πυροδότηση.
ΘΕΜΑ Δ
«Cogito ergo sum»
Κάτι θα ήξερε ο Καρτέσιος όταν διατύπωνε την παραπάνω φράση, δηλώνοντας κατάφωρα ότι το βασικό εργαλείο της ύπαρξης του ανθρώπου είναι η σκέψη. Αυτή τον διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα έμβια όντα και τον καθιστά πολίτη. Τα κείμενα που μας δόθηκαν στάθηκαν αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις, την επέκταση των οποίων θα καταθέσω στο κείμενο που ακολουθεί. Παράλληλα, θα εκφράσω τις απόψεις μου σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορούσε να ενισχύσει την καρτεσιανή ρήση.
Καταρχάς, η κριτική σκέψη αποδεικνύεται πολύτιμη σε κάθε λεπτό της καθημερινότητας του ατόμου. Γιατί κάθε λεπτό ανακύπτουν προκλήσεις, διλήμματα, απορίες, που το άτομο θα πρέπει να αντιμετωπίσει. Μέσω της κριτικής σκέψης μπορεί να αξιολογεί τα δεδομένα, να σκέφτεται τρόπους υπερφαλάγγισης των προβλημάτων, να εξετάζει την αποτελεσματικότητά τους και να καταφεύγει σε εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση που αυτοί φαίνονται ατελέσφοροι. Παράλληλα, αν «η ζωή είναι το σύνολο των επιλογών μας», τότε ο κριτικά σκεπτόμενος άνθρωπος θα ζήσει μια πιο ευτυχισμένη ζωή, αφού κάθε επιλογή του είναι ορθολογική, γεγονός που αποσοβεί −στο πλαίσιο του ανθρωπίνως δυνατού− τις αποτυχίες και τις απογοητεύσεις.
Τη μεγάλη, ωστόσο, ωφέλεια της κριτικής σκέψης μπορεί κανείς να την εντοπίσει σε πολιτικό επίπεδο. Γιατί όποιος χρησιμοποιεί το μυαλό και τη σκέψη του για να διυλίσει τα μηνύματα της πολιτικής επικαιρότητας, είναι σε θέση να κρίνει, να συγκρίνει, να διακρίνει και, κάποιες φορές, να κατακρίνει πρόσωπα και καταστάσεις. Με τον τρόπο αυτό ο πολίτης δεν χειραγωγείται, δεν ετεροκαθορίζεται, αλλά ορίζει στόχους, καθορίζει το πλαίσιο δράσης και αφορίζει όποιον αντιμάχεται τη δημοκρατία.
Δεδομένης, λοιπόν, της αξίας της κριτικής σκέψης για την εξέλιξη των ατόμων και των κοινωνιών, η εκπαίδευση ως φορέας πολύπλευρης προετοιμασίας του κοινωνικού ανθρώπου, οφείλει να ενισχύσει την παρουσία της στο πλαίσιό της. Εγχειρίδια που δεν καταθέτουν απόψεις αλλά γεννούν ερωτηματικά, που δεν παρουσιάζουν τις πληροφορίες ως θέσφατα, αλλά καλούν τους μαθητές να τις συνθέσουν από ένα εύρος δεδομένων, αποτελούν ένα πρώτο ισχυρό βήμα. Ταυτόχρονα, το σχολείο της πληροφορίας θα πρέπει να μετατραπεί σε σχολείο των δεξιοτήτων. Και ποιες δεξιότητες οφείλει να καλλιεργεί; Αυτές που θα καταστήσουν τους μαθητές ικανούς να συναναστρέφονται με διαφορετικούς ανθρώπους, να επιλύουν προβλήματα, να επιβιώνουν στις ανατροπές, να αντιμετωπίζουν με αισιοδοξία τον κόσμο, να προσαρμόζονται δημιουργικά στις νέες συνθήκες. Εργαλείο για όλα αυτά αποτελούν βιωματικές δραστηριότητες που εξάπτουν τη φαντασία, που ενισχύουν τη συνεργασία και την επικοινωνία, που φέρνουν τον μαθητή στο επίκεντρο της μαθησιακής διαδικασίας, που τον καθιστούν σκεπτόμενο, υπεύθυνο, ικανό.
Κλείνοντας, ναι, η κριτική σκέψη είναι η προίκα του ανθρώπου, η ειδοποιός διαφορά του από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Η εκπαίδευση είναι ο φορέας που καλείται να αξιοποιήσει αυτήν την προίκα. Ας εγκύψουμε, λοιπόν, όλοι οι εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική διαδικασία στον τρόπο με τον οποίο η σκέψη μας θα καθιστά ευδαίμονα την ύπαρξη!
Η συντάκτρια